- προσπλαστικός
- -ή, -όν, Α [προσπλαστός)ο ικανός να προσκολλάται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσπλαστικοῖς — προσπλαστικός sticking on masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπλαστικήν — προσπλαστικός sticking on fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπλαστός — ή, όν, Α [προσπλάσσω] ο προσπλαστικός* … Dictionary of Greek